απομειρομαι

απομειρομαι
    ἀπομείρομαι
    ἀπο-μείρομαι
    1) распределять, назначать в удел
    

(ἔγοιο τρίτην αἶσαν Hes.)

    2) отделяться
    

(θεῶν Hes.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "απομειρομαι" в других словарях:

  • απομείρομαι — ἀπομείρομαι (Α) 1. διαμοιράζω 2. αποχωρίζομαι …   Dictionary of Greek

  • ἀπομείρεται — ἀπομείρομαι distribute pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μείρομαι — (I) (ΑM μείρομαι) 1. (στον παθ. παρακμ. και υπερσ. ως απρόσ.) εἵμαρται, εἵμαρτο είναι πεπρωμένο, είναι (ήταν) ορισμένο από τη μοίρα («νῡν δὲ με λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ἡ εἱμαρμένη η μοίρα,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»